- μωλήσεται
- μωλέωcontendaor subj mid 3rd sg (epic)μωλέωcontendfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωλώ — μωλῶ, έω και κρητ. τ. μωλίω (Α) [μώλος] 1. διεκδικώ 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μωλιόμενα αυτά που κάποιος διεκδικεί, οι αξιώσεις 3. φρ. «μωλιομένας τᾱδ δίκας» κατά τη διάρκεια τής εκδίκασης τής υπόθεσης (Νόμ. Γόρτ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek